- ερυμνός
- ἐρυμνός, -ή, -όν (AM) [ερύω (II)](το ουδ. ως ουσ. ιδίως στον πληθ.) τὰ ἐρυμνάοχυροί, απρόσβλητοι τόποιαρχ.1. αυτός που είναι φυσικά ή τεχνητά οχυρωμένος, ο οχυρός, ο ασφαλής από εχθρική επίθεση («χωρίον ἐρυμνόν», Θουκ.)2. (για βουνό) απόκρημνος, απότομος, ανηφορικός.
Dictionary of Greek. 2013.